Το Ευρώ δεν είναι μονόδρομος. Δεν είναι εκβιασμός αλλά στρατηγική επιλογή. Αυτό θα έπρεπε να είναι κατανοητό από όλους. Γι’ αυτό και οι Ευρωπαίοι πολιτικοί και οι συμπολίτες τους δεν μπορούν να διανοηθούν, πόσο μάλλον να καταλάβουν, πως είναι δυνατό να θέλεις να είσαι στο κοινό νόμισμα αλλά να μη αποδέχεσαι τους κοινούς κανόνες που το συνοδεύουν.
Ειδικά, ένα νόμισμα που παρά τα πολλά του πλεονεκτήματα χαρακτηρίζεται από σαφείς σχεδιαστικές ατέλειες που καθιστούν την ευλαβική τήρηση των κανόνων σταθερότητας της ευρωζώνης όχι απλά απαραίτητες αλλά μονόδρομο (αυτό είναι μονόδρομος). Οι αιτίες του ημιτελούς σχεδιασμού του βρίσκονται στην ίδια την δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ένα νόμισμα –μια νομισματική ένωση με άλλα λόγια- για να λειτουργεί αποτελεσματικά χρειάζεται και μία ενιαία δημοσιοοικονομική πολιτική. Όμως την εποχή που δημιουργήθηκε ήταν εξαιρετικά δύσκολο στα κράτη μέλη να απεμπολήσουν και την δημοσιονομική τους πολιτική μαζί με την νομισματική. Έτσι επιλέχτηκε το σύστημα του εθελούσιου δημοσιονομικού αυτοελέγχου (συνθήκη του Μάαστριχ) με ελλείμματα <3%, χαμηλό πληθωρισμό και στόχο για το χρέος να μην υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ. Τηρουμένων των αναλογιών, το Ευρώ με τα χαμηλά επιτόκια, την μεγάλη διεθνή απήχηση και το πλαίσιο σταθερότητας που προσέφερε βοήθησε στην βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών των χωρών μελών.
Όμως, η συμμετοχή σε μια τέτοιου μεγέθους συμμαχία φέρει και σημαντικές υποχρεώσεις, ειδικά για τους λιγότερο ισχυρούς. Για αυτό επινοήθηκαν τα διάφορα διαρθρωτικά ταμεία με τα γνωστά Πακέτα Ντελόρ και τα συνακόλουθα. Όμως σε κάποιες χώρες, όπως η Ελλάδα μας, η χρήση τους αντί να γίνει με σκοπό την πραγματική σύγκλιση έγινε με μοναδικό σκοπό την εισοδηματική σύγκλιση (όχι την διαθρωτική). Έτσι το κράτος αντί να μειώνεται και η οικονομία να γίνεται πιο ανταγωνιστική, τα χρήματα αυτά χρηματοδότησαν αμφίβολης προστιθέμενης αξίας έργα και δραστηριότητες με μοναδικό σκοπό την αναδιανομή εισοδήματος που όμως δεν παράχθηκε, απλά επιδοτήθηκε και καταναλώθηκε. Στην συνέχεια, όταν η περίοδος της επιδοτούμενης σύγκλισης τελείωσε με την είσοδό μας στην ΟΝΕ, τα χαμηλά επιτόκια του Ευρώ ευνόησαν τον άλογο δανεισμό ο οποίος κατευθύνθηκε και αυτός σε κατανάλωση ιδιωτική και δημόσια. Έτσι μετά αρκετά χρόνια και κυβερνήσεις που επαγγέλονταν αλλά δεν πραγματοποίησαν καμία διαρθρωτική, εκσυγχρονιστική αλλαγή φτάσαμε στην επικείμενη χρεοκοπία την άνοιξη του 2010.
Η πρώτη ένδειξη επικείμενης χρεοκοπίας είναι όταν οι αγορές αποφασίζουν ότι η χρηματοδότησή σου είναι πλέον επίφοβη οπότε και αρχίζει η απότομη αύξηση των επιτοκίων δανεισμού (risk premium). Αυτό είναι ένα μήνυμα ότι εάν δεν αλλάξεις σύντομα δεν θα μπορείς πλέον να χρηματοδοτείσαι από τις αγορές χρήματος. Το σήμα αυτό το πιάνουν οι εταιρίες αξιολόγησης και αρχίζουν οι υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής σου ικανότητας οι οποίες επιδεινώνουν την κατάσταση. Εφόσον δεν λάβεις τα μέτρα σου το τέλος είναι κοντά. Αυτό συνέβη τον Μάιο του 2010.
Στην επόμενη φάση έχεις την επιλογή της αναδιαπραγμάτευσης του χρέους ή την προσφυγή στο IMF ή άλλο μηχανισμό στήριξης όπως αυτός της Τρόικα και σύντομα το ESM. Την στιγμή που σου χορηγείται δάνειο σε αυτό το πλαίσιο συνομολογείς εκχώρηση δικαιωμάτων προς την ικανοποίηση των δανειστών αυτών. Οι όροι αυτοί καταγράφονται σε ένα μνημόνιο (memorandum of understanding).
Το «μνημόνιο» είναι μια σειρά μέτρων που συνοδεύουν κάθε δανειακή σύμβαση. Έτσι υπάρχει το επάρατο «μνημόνιο» μεταξύ της Ελλάδας και των Ευρωπαίων εταίρων μας και του IMF. Δεν είναι δυνατό να περιμένεις να σου δίνουν χρήματα, πόσο μάλλον τα χρήματα των άλλων Ευρωπαίων φορολογουμένων χωρίς κάποιο σχέδιο, κάποιες δεσμεύσεις για την χρηστή διαχείρισή τους αλλά και την αποπληρωμή τους.
Αρκετοί πιστεύουν ότι η βοήθεια προς την Ελλάδα είναι επαχθής καθώς, κατά την άποψή τους-άποψη που συμμερίζονται αρκετοί νομικοί- έχει σκοπό το κέρδος, το επιτόκιο. Η άποψη αυτή βασίζεται, όχι αδίκως, στο υψηλό επιτόκιο με το οποίο συνοδεύτηκε η πρώτη δανειακή σύμβαση. Το ΔΝΤ, την πρώτη στιγμή πίεζε ώστε το επιτόκιο να είναι το χαμηλότερο δυνατό, αλλά η προτεσταντική ηθική των βορείων εταίρων μας επέμενε σε τιμωριτικό επιτόκιο ως τιμωρία για τις αποκλίσεις αλλά και τις ψευδείς διαβεβαιώσεις για το έλλειμμα και το μέγεθος του προβλήματος. Ταυτόχρονα, όπως υποστήριζαν πολλοί στο αγγλοσαξονικό τόξο σκέψης, η μη τιμωρία ενός παραβατικού κράτους θα αποτελούσε ηθικό κίνδυνο "moral hazard" για μίμηση από άλλα κράτη σε ανάλογη κατάσταση ή περίπτωση.
Έτσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Αλλά και για αυτό δεν φτάνει να δείχνουμε μόνο την Μέρκελ. Πρέπει να δούμε και τις δικές μας ευθύνες και αντιστάσεις στο να αντιληφθούμε το πρόβλημα. Ίσως ακόμα και στο να παραδεχτούμε ότι έχουμε πρόβλημα, συνέπεια των αλλοπρόσαλλων πολιτικών και πρακτικών του παρελθόντος.
Οι αγορές, όμως, που είχαν εντοπίσει από καιρό τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας έκαναν πάρτι με τις αμφιλεγόμενες και αλλοπρόσαλλες δηλώσεις και επιχειρούμενες «λύσεις». Και δεν αναφέρομαι στις αγορές ομολόγων που αποτελούνται κατά κόρον από θεσμικούς επενδυτές αλλά στους κερδοσκόπους -τίποτα το υποτιμητικό σε αυτόν τον όρο- που στοχεύουν στην εκμετάλλευση αδυναμιών για την καταγραφή σημαντικών κερδών σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, η έλλειψη σχεδίου από την Ελληνική πλευρά (για αυτό έχουμε τεράστια ευθύνη και πρώτοι απ’ όλους την φέρουν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ), κατέστησε την διαχείριση της κρίσης οπορτουνιστική και ευθυνοφοβική και είχε σαν συνέπεια το ανεδαφικό πρώτο μνημόνιο που συνόδευε την «ληστρική» τριετή δανειακή σύμβαση. Το μέγεθος της ύφεσης υποεκτιμήθηκε καθώς αγνοήθηκε η φυσιογνωμία της Ελληνικής οικονομίας. Η παντελής ανικανότητα της κυβέρνησης Παπανδρέου να προχωρήσει σε διαρθρωτικές αλλαγές, οι μόνες που θα εξασφάλιζαν την μακροχρόνια βιωσιμότητα του προγράμματος και την μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος το οποίο είναι διαρθρωτικό και όχι συγκυριακό, συνέβαλε στο πρόβλημα επιτείνοντας την κατάσταση. Έτσι, ενώ το αρχικό πακέτο μέτρων αποσκοπούσε στην διαχείριση του προβλήματος, τελικά αποτέλεσε τον καταλύτη που επέτεινε την φωτιά.
Κάτι που αγνοήθηκε κατά την πρώτη φάση της κρίσης ήταν το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους. Η «βιωσιμότητα» (η δυναμική που αναπτύσσεται στο χρέος.) είναι εξίσου σημαντική παράμετρος κάθε προγράμματος στήριξης καθώς από αυτήν εξαρτάται η μελλοντική δυνατότητα χρηματοδότησης της χώρας από τις αγορές. Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα το 120% (χρέος/ΑΕΠ) όταν έρχεσαι από το 200% και άλλο όταν έρχεσαι από το 100%. Στην πρώτη περίπτωση αναρρώνεις ενώ στην δεύτερη «πεθαίνεις». Και σε αυτό τον τομέα, της διαχείρισης της βιωσιμότητας του χρέους, επιλέχτηκε η λεκτική παρέμβαση χωρίς κανένα ορθολογικό σχέδιο και ρεαλιστικό χρονικό ορίζοντα δράσης.
Έτσι, με τις αλλεπάλληλες παλινωδίες του ΓΑΠ, τα μένω, φεύγω και τα δημοψηφίσματα (θέμα που πλέον άνοιξε και από πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης έρχεται πλέον ως ευρωπαϊκή απαίτηση) οδηγηθήκαμε σε νέα δανειακή σύμβαση μεγαλύτερης διάρκειας που θα καλύψει τις δανειακές ανάγκες της χώρας και για τα επόμενα χρόνια έως και το 2020.
Στο δεύτερο μνημόνιο, τρία χρόνια μετά, συμπεριλαμβάνονται και όλες οι διαθρωτικές αλλαγές που θα έπρεπε να είναι το δικό μας σχέδιο για την μεταρρύθμιση της οικονομίας και της Ελλάδας γενικότερα. Όμως συνοδεύεται και με ένα καταστροφικό PSI που οδηγεί (πλέον οδήγησε) τις ελληνικές τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους μικρό-αποταμιευτές σε χρεοκοπία. Λόγο και αυτής της επιλογής το χρέος μειώθηκε ελάχιστα και σε συνδυασμό με την κατάρρευση των τραπεζών και την φυγή καταθέσεων και κεφαλαίων στο εξωτερικό, θα οδηγηθούμε, τρία χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης στο πλέον αρνητικό σενάριο της ολοκληρωτικής παύσης πληρωμών στο εσωτερικό. Αυτό βέβαια οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην νέα Δραχμή και στην έξοδό μας από τη ευρωπαϊκή Ένωση και όχι μόνο την ευρωζώνη.
Όλα αυτά γιατί ακόμα αρνούμαστε να παραδεχτούμε το ότι έχουμε πρόβλημα. Ότι το δημόσιο, ο μεγάλος ασθενής, δεν μπορεί πια να συντηρείται από την ανεμική (και καταναλωτική) μας οικονομία. Ότι το «λεφτά δεν υπάρχουν» δεν είναι σύνθημα αλλά τραγική διαπίστωση.
Η λύση δεν είναι στο περισσότερο κράτος. Είναι σαν να βάζεις κι άλλα κούτσουρα στην φωτιά. Η λύση σήμερα είναι στο μικρότερο και πιο αποτελεσματικό κράτος καθώς και στη στήριξη (μη παρεμπόδιση) της ατομικής πρωτοβουλίας και επιχειρηματικότητας. Αλλά πάνω από όλα, η λύση δεν μπορεί να είναι τίποτα από όλα αυτά εάν δεν είναι μέρος ενός σχεδίου. Το στρατηγικό αυτό πλάνο πρέπει να το συμφωνήσει το «νέο» πολιτικό σκηνικό. Τα μέτρα, όπως και οι επιμέρους επιλογές και τακτικές είναι δευτερεύουσας σημασίας. Αυτό που είναι το βασικό είναι ο στόχος. Που και τι θέλουμε. Μετά θα βρούμε το πως και το πόσο.
No comments:
Post a Comment
You can post your feedback or comment. Please remember to be polite and brief.